- αμυδρότητα
- [ амид рот ита] ουσ. Θ. (о свете) слабость, тусклость,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αμυδρότητα — η σκοτεινότητα, ασάφεια: Η αμυδρότητα αυτή στο εσωτερικό της εκκλησίας δημιουργούσε υποβλητικότητα και μυστικισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυδρότητα — η (Α ἀμυδρότης) [ἀμυδρός] 1. σκοτεινότητα, θολότητα 2. ασάφεια 3. εξασθένηση, ατονία, αδυναμία … Dictionary of Greek
ἀμυδρότητα — ἀμυδρότης dimness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυδρός — ή, ό (Α ἀμυδρός, ά, όν) 1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός 2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος 3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος αρχ. ατελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται … Dictionary of Greek